σαΰντ

σαΰντ
ο, Ν
1. αραβικός τιμητικός τίτλος που σημαίνει κύριος, αφέντης και που τόν φέρουν κυρίως οι απόγονοι τών θείων τού Μωάμεθ
2. στον πληθ. οι σαΰντ
μία από τις τέσσερεις κύριες ομάδες τών μουσουλμάνων στο Πακιστάν και στην Ινδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. sayyid].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”